εστιώτης

εστιώτης
ἑστιώτης, ὁ (θηλ. ἑστιῶτις) (Α) [εστία]
αυτός που ανήκει στον οίκο ή προέρχεται από τον οίκο («ἑστιῶτις αὔρα» — η αύρα που έρχεται από τον οίκο, Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”